Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dapprèsso  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [dapˈprɛsso]

1 πλησίον
2 δίπλα
3 από κοντά
4 σιμά
5 κοντά
6 κοντινά
7 εγγύς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dappoiché dapprima  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dappiu (επίθ.)
dappocaggine (θηλ.ουσ)
dappoco (επίθ.)
dappoi (σύνδ.)
dappoiché (σύνδ.)
dappresso (επίρ.)
dapprima (επίρ.)
dapprincipio (επίρ.)
dardeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dardo (ουσ αρσ )
dare (ρ. μτβ.)
darsi (ρ.μ. (αντων.))
darsena (θηλ.ουσ)
darviniano (ουσ αρσ )
darviniano (επίθ.)
darvinismo (ουσ αρσ )
darvinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dasiuro (ουσ αρσ )
data (θηλ.ουσ)
databile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---