dardeggiàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [dardedˈʤare]
1 εκσφενδονίζω
2 εκτοξεύω
3 εξακοντίζω
4 καίγω λαμπερά και με ένταση
5 φλογίζω
6 αστράφτω λαμπερά
7 ακοντίζω
8 αστράπτω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [dardedˈʤare]
1 εκσφενδονίζω
2 εκτοξεύω
3 εξακοντίζω
4 καίγω λαμπερά και με ένταση
5 φλογίζω
6 αστράφτω λαμπερά
7 ακοντίζω
8 αστράπτω
permalink
dardeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android