delìbera
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [deˈlibera]
1 λύση (διαφωνίας ή αμφιβολίας)
2 ψήφισμα
3 κατακύρωση σε πλειοδοσία
4 προσεκτική εξέταση
5 επισταμένη μελέτη
6 περίσκεψη
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [deˈlibera]
1 λύση (διαφωνίας ή αμφιβολίας)
2 ψήφισμα
3 κατακύρωση σε πλειοδοσία
4 προσεκτική εξέταση
5 επισταμένη μελέτη
6 περίσκεψη
permalink
delibera (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android