deliberàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [delibeˈrare]
1 θεσπίζω
2 κατακυρώνω σε πλειοδοσία
3 κατακυρώνω
4 διατάζω με θέσπισμα
5 συνδιασκέπτομαι
6 ζυγίζω τα υπέρ και τα κατά
7 διατάσσω δικαστικά
8 αποφαίνομαι
9 διασκέπτομαι
10 σκέπτομαι προσεκτικά
11 μελετώ επισταμένως
12 κρίνω
13 επιδικάζω
14 απονέμω
15 αποφασίζω
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [delibeˈrare]
1 θεσπίζω
2 κατακυρώνω σε πλειοδοσία
3 κατακυρώνω
4 διατάζω με θέσπισμα
5 συνδιασκέπτομαι
6 ζυγίζω τα υπέρ και τα κατά
7 διατάσσω δικαστικά
8 αποφαίνομαι
9 διασκέπτομαι
10 σκέπτομαι προσεκτικά
11 μελετώ επισταμένως
12 κρίνω
13 επιδικάζω
14 απονέμω
15 αποφασίζω
permalink
deliberare (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android