ItalianoGreco


dispositìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [disposiˈtivo]

η συσκευή

dispositìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [disposiˈtivo]

1 διατακτικός
2 κανονιστικός
3 διαρρυθμιστικός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dispositivo [αρσ.] di sicurezza = ο μηχανισμός ασφαλείας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---