ItalianoGreco


distrùtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [disˈtrutto]

1 αφανισμένος
2 γκρεμισμένος
3 κατεστραμμένος
4 σαραβαλιασμένος
5 χαλασμένος
6 εξαντλημένος
7 σκάρτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---