ItalianoGreco


domiciliàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [domiʧiˈljare]

1 παρεχόμενος κατ' οίκον
2 οικιακός

domiciliàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [domiʧiˈljare]

διαμένω

domiciliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [domiʧiˈljarsi]

1 διαμένω
2 εγκαθίσταμαι
3 τακτοποιούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---