ItalianoGreco


dominànte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [domiˈnante]

δεσπόζουσα (μουσική)

dominànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [domiˈnante]

1 κύριος
2 διαδεδομένος
3 δεσπόζων
4 κυρίαρχος
5 συχνότερος
6 επικρατών


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---