ItalianoGreco


domicìlio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [domiˈʧiljo]

η διαμονή, η κατοικία


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a domicilio = κατ' οίκον || consegna [θηλ.] a domicilio = η παράδοση κατ' οίκον



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---