ItalianoGreco


dóndolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdondolo]

το κούνια


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cavallo [αρσ.] a dondolo = το κουνιστό αλογάκι || sedia [θηλ.] a dondolo = η κουνιστή καρέκλα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---