ItalianoGreco


dondolóne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [dondoˈlone]

1 χασομέρης
2 λουφαδόρος
3 τεμπέλης
4 ραχατλής
5 αργόσχολος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---