esclusióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [eskluˈzjone]
1 μποὶκοτάρισμα
2 αποκοπή
3 διακοπή
4 έκπτωση (κάποιου)
5 καραντίνα
6 κλείσιμο από έξω
7 μπλοκάρισμα
8 απαγόρευση
9 αποκλεισμός
10 εξαίρεση
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [eskluˈzjone]
1 μποὶκοτάρισμα
2 αποκοπή
3 διακοπή
4 έκπτωση (κάποιου)
5 καραντίνα
6 κλείσιμο από έξω
7 μπλοκάρισμα
8 απαγόρευση
9 αποκλεισμός
10 εξαίρεση
permalink
esclusione (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android