ItalianoGreco


estralegàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [estraleˈgale]

1 εξώδικος (χρησιμοποίησε καλύτερα το extralegale)
2 μη ρυθμιζόμενος από νόμο (χρησιμοποίησε καλύτερα το extralegale)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---