ItalianoGreco


estràtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈtratto]

1 σύνοψη
2 περικοπή
3 ανάτυπο
4 αντίγραφο ή περικοπή ποινικού μητρώου
5 διΰλισμα
6 απόσπασμα
7 απόσταγμα
8 περίληψη
9 πεμπτουσία
10 στάγμα

estràtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [esˈtratto]

1 αποσπασμένος
2 τραβηγμένος
3 εξαχθείς
4 που κερδίζει (για λαχνό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---