ItalianoGreco


estrattóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [estratˈtore]

1 εξολκέας
2 μηχανή διαχωρισμού σε σοδειά
3 χτύπημα πτώσης (νοκάουτ)
4 εργαλείο γδυσίματος καλωδίων
5 οδοντάγρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---