ItalianoGreco


fallibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fallibiliˈta]

1 πιθανότητα να πέσεις ή να διαπράξεις σφάλμα
2 σφαλερότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---