ItalianoGreco


fanciullésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fanʧulˈlesko]

1 παιδιάστικος
2 παιδιακίσιος
3 παιδιακίστικος
4 νηπιώδης
5 παιδικός
6 επιπόλαιος
7 χαρακτηριστικός παιδιού
8 παιδαριώδης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---