ItalianoGreco


fanciùllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fanˈʧullo]

1 αγόρι
2 αγοράκι
3 παιδί

fanciùllo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fanˈʧullo]

1 αυτός στα πρώτα βήματα του
2 νέος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---