ItalianoGreco


finìre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈnire]

τέλος

finìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [fiˈnire]

1 νετάρω
2 λήγω
3 διεκπεραιώνομαι
4 φτάνω στο τέλος
5 περατούμαι
6 ολοκληρώνομαι
7 τερματίζω
8 τελεύω
9 τελευτώ
10 τελειώνω
11 πεθαίνω
12 σκολάζω

finìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈnire]

τελειώνω


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dov'è andato a finire? = πού πήγε και μπλέχτηκε; || è finito = τελείωσε || finire sul lastrico = μένω στην ψάθα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---