Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfinlandése
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [finlanˈdese], [finlanˈdese] 1 (persona) ο Φινλανδός (-ή) 2 (lingua) τα φινλανδικά finlandése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [finlanˈdese], [finlanˈdese] φινλανδικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |