ItalianoGreco


fìnta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfinta]

η προσποίηση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare finta = προσποιούμαι || fare finta, fingere = κάνω πως



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---