ItalianoGreco


floricoltùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,flɔrikolˈtura]

1 ανθοπαραγωγή
2 ανθοκομία
3 ανθοκομική
4 κλάδος φυτοκομίας για τα άνθη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---