ItalianoGreco


fondàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fonˈdato]

1 βάσιμος
2 στηριγμένος
3 ιδρυθείς
4 εδραιωμένος
5 συγκροτημένος
6 θεμελιωμένος
7 βασισμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---