Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ιταλοελληνικό›fondatóre

ItalianoGreco

Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό

fondatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fondaˈtore]

1 κτήτορας
2 θεμελιωτής
3 δημιουργός
4 ιδρυτής
5 κτίστης


permalink
‹ fondato
fondazione ›



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fondarsi (ρ.μ. (αντων.))
fondata (θηλ.ουσ)
fondatamente (επίρ.)
fondatezza (θηλ.ουσ)
fondato (επίθ.)
fondatore (ουσ αρσ )
fondazione (θηλ.ουσ)
fondello (ουσ αρσ )
fondente (ουσ αρσ )
fondente (επίθ.)
fondere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fondersi (ρ. μ. αμτβ.)
fonderia (θηλ.ουσ)
fondiario (επίθ.)
fondibile (επίθ.)
fondiglio (ουσ αρσ )
fondina (θηλ.ουσ)
fondista (ουσ αρσ και θηλ.)
fonditore (ουσ αρσ )
fonditrice (θηλ.ουσ)


---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti