ItalianoGreco


formàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [forˈmato]

το μέγεθος

formàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [forˈmato]

1 μεγαλωμένος
2 καλουπωμένος
3 καλοσχηματισμένος
4 καλοφτιαγμένος
5 διαμορφωμένος
6 ανεπτυγμένος
7 διαρρυθμισμένος
8 φτιαγμένος
9 φορμαρισμένος
10 σχηματισμένος
11 μορφοποιημένος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


formato [αρσ.] gigante = η συσκευασία γίγας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---