ItalianoGreco


forzaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fortsaˈmento]

1 πειθαναγκασμός
2 επιβολή
3 εξαναγκασμός
4 καταναγκασμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---