ItalianoGreco


fregiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [freˈʤare]

1 κοσμώ
2 διακοσμώ
3 περικοσμώ
4 πλουμίζω
5 στολίζω με ζωφόρο ή διάζωμα

fregiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [freˈʤarsi]

στολίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---