ItalianoGreco


frégola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfregola]

1 οίστρος των ψαριών την εποχή της εναπόθεσης του γόνου
2 πόθος
3 λαχτάρα
4 επιθυμία ακατάσχετη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---