ItalianoGreco


giocàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤoˈkata]

1 τρόπος παιξίματος σε διαγωνισμό κλπ
2 τζογάρισμα
3 παιχνίδι
4 στοίχημα
5 πόστα
6 παίξιμο
7 ποντάρισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---