ItalianoGreco


giòco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤɔko]

1 το παιγνίδι
2 (competizione sportiva) ο αγώνας


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


carte [θηλ. πλυθ.] da gioco = η τράπουλα || gioco [αρσ.] d'azzardo = το τυχερό παχνίδι || parco [αρσ.] giochi = η παιδική χαρά || sala [θηλ.] giochi = η αίθουσα παιχνιδιών



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z