gregàrio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [greˈgarjo]
1 στρατιώτης
2 ακόλουθος
3 οπαδός κόμματος
4 μέλος ομάδας ποδηλασίας
gregàrio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [greˈgarjo]
1 κοινωνικός
2 αγελαίος
3 ζων σε κοινότητα (για μέλισσες)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [greˈgarjo]
1 στρατιώτης
2 ακόλουθος
3 οπαδός κόμματος
4 μέλος ομάδας ποδηλασίας
gregàrio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [greˈgarjo]
1 κοινωνικός
2 αγελαίος
3 ζων σε κοινότητα (για μέλισσες)
permalink
gregario (ουσ αρσ )
gregario (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android