ItalianoGreco


gregarìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gregaˈrizmo]

1 ένστικτο ότι ανήκεις σε κάποια ομάδα
2 αγελαίο ένστικτο
3 κοινωνικότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---