Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guardàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [gwarˈdata]

1 ματιά
2 θώρι
3 βλέμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guardasigilli guardavia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guardarsi (ρ.μ. (αντων.))
guardaroba (θηλ.ουσ)
guardarobiera (θηλ.ουσ)
guardasala (ουσ αρσ και θηλ.)
guardasigilli (ουσ αρσ )
guardata (θηλ.ουσ)
guardavia (ουσ αρσ )
guardia (θηλ.ουσ)
guardiacaccia (ουσ αρσ και θηλ.)
guardiamarina (ουσ αρσ )
guardiano (ουσ αρσ )
guardina (θηλ.ουσ)
guardinfante (ουσ αρσ )
guardingo (επίθ.)
guardiola (θηλ.ουσ)
guardone (ουσ αρσ )
guarentigia (θηλ.ουσ)
guaribile (επίθ.)
guarigione (θηλ.ουσ)
guarire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---