Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guàrdia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgwardja]

1 (carceraria) δεσμοφύλακας
2 (il sorvegliare) η φυλακή
3 (poliziotto) ο αστυφύλακας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guardavia guardiacaccia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cane [αρσ.] da guardia = ο σκύλος-φύλακας || guardia [θηλ.] costiera = η ακτοφυλακή || guardia [θηλ.] del corpo = ο σωματοφύλακας || guardia [θηλ.] di finanza = ο τελωνοφύλακας, ο έφορος || guardia [θηλ.] forestale = ο δασοφύλακας || guardia [θηλ.] giurata = ο φύλακας περιουσίας || guardia [θηλ.] medica = ο σταθμός πρώτων βοηθειών || guardia [θηλ.] notturna = ο νυχτοφύλακας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guardarobiera (θηλ.ουσ)
guardasala (ουσ αρσ και θηλ.)
guardasigilli (ουσ αρσ )
guardata (θηλ.ουσ)
guardavia (ουσ αρσ )
guardia (θηλ.ουσ)
guardiacaccia (ουσ αρσ και θηλ.)
guardiamarina (ουσ αρσ )
guardiano (ουσ αρσ )
guardina (θηλ.ουσ)
guardinfante (ουσ αρσ )
guardingo (επίθ.)
guardiola (θηλ.ουσ)
guardone (ουσ αρσ )
guarentigia (θηλ.ουσ)
guaribile (επίθ.)
guarigione (θηλ.ουσ)
guarire (ρ.αμτβ.)
guarire (ρ. μτβ.)
guaritore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---