ItalianoGreco


guìda  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgwida]

ο οδηγός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


guida [θηλ.] del telefono = ο τηλεφωνικός οδηγός || patente [θηλ.] di guida = η άδεια οδηγού, το δίπλωμα οδήγησης || scuola [θηλ.] guida = η σχολή οδηγών



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---