Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guidafìlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,gwidaˈfilo]

οδηγός πλέγματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guidabile guidare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guglia (θηλ.ουσ)
gugliata (θηλ.ουσ)
Guiana (κύρ.όν. θηλ.)
guida (θηλ.ουσ)
guidabile (επίθ.)
guidafilo (ουσ αρσ )
guidare (ρ. μτβ.)
guidatore (ουσ αρσ )
guiderdone (ουσ αρσ )
guidone (ουσ αρσ )
guidoslitta (θηλ.ουσ)
guidrigildo (ουσ αρσ )
guindolo (ουσ αρσ )
guinzaglio (ουσ αρσ )
guisa (θηλ.ουσ)
guitto (αρσ. επίθ και ουσ)
guizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
guizzo (ουσ αρσ )
gulag (ουσ αρσ )
gulasch (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---