Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guidóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gwiˈdone]

1 τριγωνική σημαία ναυτικών σημάτων
2 σημαιούλα θέσης στρατιωτικής μονάδας
3 μακρόστενο σημαιάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guiderdone guidoslitta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guidabile (επίθ.)
guidafilo (ουσ αρσ )
guidare (ρ. μτβ.)
guidatore (ουσ αρσ )
guiderdone (ουσ αρσ )
guidone (ουσ αρσ )
guidoslitta (θηλ.ουσ)
guidrigildo (ουσ αρσ )
guindolo (ουσ αρσ )
guinzaglio (ουσ αρσ )
guisa (θηλ.ουσ)
guitto (αρσ. επίθ και ουσ)
guizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
guizzo (ουσ αρσ )
gulag (ουσ αρσ )
gulasch (ουσ αρσ )
guru (ουσ αρσ )
guscio (ουσ αρσ )
gustabile (επίθ.)
gustare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---