Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


identicità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [identiʧiˈta]

1 ισοδυναμία
2 ομοδυναμία
3 ομοιότητα
4 συνταύτιση
5 ταύτιση
6 ταυτοσημία
7 πανομοιότητα
8 ταυτότητα
9 ομοφωνία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idem identico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ideatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ideazione (θηλ.ουσ)
ideina (θηλ.ουσ)
idem (αντων.)
idem (επίρ.)
identicità (θηλ.ουσ)
identico (επίθ.)
identificabile (επίθ.)
identificare (ρ. μτβ.)
identificarsi (ρ.μ. (αντων.))
identificato (επίθ.)
identificazione (θηλ.ουσ)
identikit (ουσ αρσ )
identità (θηλ.ουσ)
ideografia (θηλ.ουσ)
ideografico (επίθ.)
ideogramma (ουσ αρσ )
ideologia (θηλ.ουσ)
ideologico (επίθ.)
ideologismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---