Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


identificàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [identifiˈkato]

1 ταυτόσημος
2 ταυτισμένος
3 αναγνωρισθείς (με στοιχεία ταυτότητας)
4 ταυτοσήμαντος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  identificarsi identificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

identicità (θηλ.ουσ)
identico (επίθ.)
identificabile (επίθ.)
identificare (ρ. μτβ.)
identificarsi (ρ.μ. (αντων.))
identificato (επίθ.)
identificazione (θηλ.ουσ)
identikit (ουσ αρσ )
identità (θηλ.ουσ)
ideografia (θηλ.ουσ)
ideografico (επίθ.)
ideogramma (ουσ αρσ )
ideologia (θηλ.ουσ)
ideologico (επίθ.)
ideologismo (ουσ αρσ )
ideologo (ουσ αρσ )
ideona (θηλ.ουσ)
idi (θηλ. ουσ πληθ.)
idilliaco (επίθ.)
idillico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---