Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


identikit  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [identiˈkit]

σύνολο από διαφάνειες που περιέχουν μάτια ή μύτες ή άλλα στοιχεία κατάλληλα για σχηματισμό προσώπου καταζητούμενου ατόμου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  identificazione identità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

identificabile (επίθ.)
identificare (ρ. μτβ.)
identificarsi (ρ.μ. (αντων.))
identificato (επίθ.)
identificazione (θηλ.ουσ)
identikit (ουσ αρσ )
identità (θηλ.ουσ)
ideografia (θηλ.ουσ)
ideografico (επίθ.)
ideogramma (ουσ αρσ )
ideologia (θηλ.ουσ)
ideologico (επίθ.)
ideologismo (ουσ αρσ )
ideologo (ουσ αρσ )
ideona (θηλ.ουσ)
idi (θηλ. ουσ πληθ.)
idilliaco (επίθ.)
idillico (επίθ.)
idillio (ουσ αρσ )
idioelettrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---