ItalianoGreco


illegìttimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [illeˈʤittimo]

1 νόθο παιδί
2 εξώγαμο παιδί

illegìttimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [illeˈʤittimo]

1 άδικος
2 νόθος
3 αδικαιολόγητος
4 αθέμιτος
5 παράνομος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---