ItalianoGreco


illetteràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [illetteˈrato]

1 αδιαπαιδαγώγητος
2 ακαλλιέργητος
3 αμόρφωτος
4 αναλφάβητος
5 αγράμματος
6 απαίδευτος
7 αστοιχείωτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---