illibàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [illiˈbato]
1 άδολος
2 άμεμπτος
3 παρθενικός
4 παρθένος
5 αμαγάριστος
6 άφθορος
7 άψογος
8 αδέκαστος
9 αμάλαγος
10 αμόλυντος
11 αγνός
12 αδιάφθορος
13 ανέγγιχτος
14 ηθικός
15 αμίαντος
16 ανόθευτος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [illiˈbato]
1 άδολος
2 άμεμπτος
3 παρθενικός
4 παρθένος
5 αμαγάριστος
6 άφθορος
7 άψογος
8 αδέκαστος
9 αμάλαγος
10 αμόλυντος
11 αγνός
12 αδιάφθορος
13 ανέγγιχτος
14 ηθικός
15 αμίαντος
16 ανόθευτος
permalink
illibato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android