ItalianoGreco


imboccàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbokˈkare]

1 εισχωρώ
2 μπαίνω

imboccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbokˈkare]

1 μπουκάρω
2 βάζω πνευστό όργανο στο στόμα κάποιου
3 εισέρχομαι
4 μπουκώνω
5 τρέφω
6 ταΐζω
7 κάνω τον υποβολέα
8 πλακώνω
9 δίνω μασημένη τροφή σε κάποιον
10 βάζω λόγια στο στόμα κάποιου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z