ItalianoGreco


imboccatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [imbokkaˈtura]

1 μπούκα
2 εμπασιά
3 εισδοχή
4 τμήμα του χαλιναριού που μπαίνει στο στόμα αλόγου
5 γλωσσίδα
6 επιστόμιο
7 είσοδος
8 στόμιο
9 στόμα
10 άνοιγμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z