ItalianoGreco


impegnóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impeɲˈɲoso], [impeɲˈɲozo]

1 δύσκολος
2 λεπτός
3 που απαιτεί φροντίδα και προσοχή
4 που απαιτεί ζήλο ή επιμέλεια
5 υποχρεωτικός
6 δεσμευτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z