ItalianoGreco


impegolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impegoˈlare]

πισσώνω (χρησιμοποίησε καλύτερα το impeciare)

impegolàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impegoˈlarsi]

1 πισσώνομαι
2 μπερδεύομαι
3 μπλέκομαι
4 τυλίγομαι
5 εμπλέκομαι
6 κηλιδώνομαι
7 στιγματίζομαι
8 ανακατεύομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z