ItalianoGreco


impersonàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impersoˈnare]

1 παριστάνω άψυχο ως πρόσωπο
2 παριστάνω (ως ηθοποιός) κάποιο πρόσωπο
3 δίνω ψυχή σε πράγμα ή ιδέα
4 εξατομικεύω
5 προσωποποιώ

impersonarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impersoˈnarsi]

1 ενανθρωπούμαι
2 ενσαρκώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z