ItalianoGreco


impetìgine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impeˈtiʤine]

1 έκζεμα προσώπου (οφειλόμενο σε στρεπτόκοκκο ή σταφυλόκοκκο)
2 εξάνθημα
3 κηρίο (ιατρική)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z