inattuàle
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inattuˈale]
1 αρτηριοσκληρωτικός (μεταφορικά)
2 απαρχαιωμένος
3 ξεπερασμένος
4 αναχρονιστικός
5 σκοροφαγωμένος (μεταφορικά)
6 παλαιομοδίτικος
7 ντεμοντέ
8 σκουριασμένος (μεταφορικά)
9 οπισθοδρομικός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inattuˈale]
1 αρτηριοσκληρωτικός (μεταφορικά)
2 απαρχαιωμένος
3 ξεπερασμένος
4 αναχρονιστικός
5 σκοροφαγωμένος (μεταφορικά)
6 παλαιομοδίτικος
7 ντεμοντέ
8 σκουριασμένος (μεταφορικά)
9 οπισθοδρομικός
permalink
inattuale (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android