ItalianoGreco


inattuàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inattuˈale]

1 αρτηριοσκληρωτικός (μεταφορικά)
2 απαρχαιωμένος
3 ξεπερασμένος
4 αναχρονιστικός
5 σκοροφαγωμένος (μεταφορικά)
6 παλαιομοδίτικος
7 ντεμοντέ
8 σκουριασμένος (μεταφορικά)
9 οπισθοδρομικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z